Γκρι
English, gray, σε αυτό το πλαίσιο μικρό.
Το gray- χρησιμοποιείται ως πρόθεμα κυρίως για την Α_σεξουαλικότητα (gray-sexual ή gray-asexual), αλλά και για τον Α_ρομαντισμό και για τις ταυτότητες φύλου. Σημαίνει την γκρίζα περιοχή ή το φάσμα. Η γκρίζα ασεξουαλικότητα σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα άτομο νιώθει λίγη σεξουαλική έλξη, ότι η σεξουαλική έλξη είναι σπάνια ή ότι ένα άτομο δεν είναι σίγουρο αν νιώθει σεξουαλική έλξη.
Γκρίζα(α)σεξουαλική: το να βρίσκεται κανείς στην γκρίζα ζώνη μεταξύ αλλοφυλόφιλου και ασεξουαλικού.
Εικόνες
Δυστυχώς, δεν έχουμε ακόμη εικόνες για αυτόν τον όρο που επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε. Εάν έχετε μία ή περισσότερες εικόνες για αυτή τη σελίδα, παρακαλούμε ενημερώστε μας εδώ. Σας ευχαριστούμε πολύ. Κυρ, 16.06.2024 / 07:31 Часовник
https://www.bdsm-sex-dictionary.com/glossar-detail.grc.php?id=254
DE: Grau ARA: الرمادي BGR: Сив CHN: 灰色 DNK: Grå EN: Grey EST: Hall FIN: Harmaa FR: Gris GRC: Γκρι IDN: Abu-abu IT: Grigio JPN: グレー KOR: 회색 LVA: Pelēks LTU: Pilka |
NL: Grijs NOR: Grå PL: Szary PRT: Cinzento BRA: Cinza ROU: Gri RUS: Серый SWE: Grå SVK: Šedá SVN: Siva ES: Gris CZE: Grey TUR: Gri UKR: Сірий HUN: Szürke |
DE ARA BGR CHN DNK EN EST FIN FR GRC IDN IT JPN KOR LVA LTU |
NL NOR PL PRT BRA ROU RUS SWE SVK SVN ES CZE TUR UKR HUN • DeepL |